-
1 ἐκβαίνω
A step out of or off from, c. gen.,πέτρης ἐκβαίνοντα Il.4.107
;ἔκβαιν' ἀπήνης A.Ag. 906
;ἐ. ἐκ τῆς νεώς Th.1.137
(so in tmesi,ἐκ δὲ Χρυσηΐς νηὸς βῆ Il.1.439
): abs., step out of a ship or chariot, disembark, dismount,ἐκ δ' ἔβαν αὐτοί 3.113
, cf. 1.437, Hdt.4.196, etc. ; step out of the sea, Od. 5.415,7.278 ; debouch from a defile, X.An.4.2.3 ; καταστρατοπεδεύσασθαι ἐπὶ λόφον ἐκβάντες ib.6.3.20 : rarely exc. of persons, butβοὴ..ἐξέβη νάπους S.Aj. 892
.2 go out of, depart from,ψυχὴ ἐ. ἐκ τοῦ σώματος Pl.Phd. 77d
;ἐκ τοῦ πολέμου Plb.3.40.7
: c. gen.,ἐ. τύχης E.IT 907
;ἐ. τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας Pl.R. 380d
;τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arist.Po. 1449a27
;τι τῆς εἰωθυίας διαίτης Pl.R. 406b
;ἔνθεν ἐ. Id.Ti. 44e
; withdraw from,ἐκ τῆς νομοθεσίας Id.Lg. 744a
; μισθώσεως, γεωργίας, BGU1120.52 (i B.C.), PTeb.309.14 (ii A.D.).3 c. acc., leave,τὴν πλατεῖαν Herod.6.53
, cf. Phld.D.3.11: but,b usu. with the sense, outstep, overstep,γαίας ὅρια E.HF82
;τὴν ἡλικίαν τοῦ γεννᾶν Pl.R. 461b
; τριάκοντα ἔτη ib. 537d ; τὸν ὅρκον v.l. in Id.Smp. 183b ; .4 in Poets, the instrument of motion is added in acc.,ἐκβὰς..ἁρμάτων πόδα E.Heracl. 802
.6 project, of ground, PTeb.84.91 (ii B.C.).II metaph.,1 come out, turn out, Hdt.7.209 ; τῇ περ ὥρων ἐκβησόμενα πρήγματα ταῦτα ibid. ; τὰ μέλλοντά σφι ἐκβαίνειν ib. 221, cf. Th.7.14, etc. ; of a total obtained by measurement, PAmh.2.31 (ii B.C.).2 to be fulfilled, of prophecies, etc., D.19.28 ; alsoτοιοῦτον ἐκβέβηκεν S.Tr. 672
; κάκιστος ἐ. to prove a villain, E.Med. 229 ;κατὰ νοῦν ἐ. τινί Pl.Mx. 247d
;ἄν τι μὴ κατὰ γνώμην ἐκβῇ D.1.16
; τὸ ἐκβάν, τὰ ἐκβαίνοντα, the issue, event, D.1.11, Plb.2.27.5.3 go out of due bounds,ἐς τοῦτ' ἐκβέβηκ' ἀλγηδόνος E.Med.56
;ποῖποτ' ἐξέβης λόγῳ ; S.Ph. 896
; ἐξέβην γὰρ ἄλλοσε I wandered elsewhere in thought, E. IT 781 ; in writing, digress,ἐπάνειμι ἔνθεν ἐξέβην X.HG6.5.1
, cf. 7.4.1, D.18.211, Pl.Lg. 864c.4 project, extend beyond a limit, POxy. 918 xi 20 (ii A.D.) : metaph., transcend,ἐ. ὑπὲρ τὸ μέγα ὂν καὶ ὑπὲρ τὸ μικρόν Porph.Sent.34
.6 ἐκβαίνοντος μηνός, = φθίνοντος μ., IG14.105 (Syracus.).B causal, in [tense] aor. I - έβησα :—cause to go out, esp. put ashore, land from a ship,ἐκ δ' ἑκατόμβην βῆσαν Il.1.438
; οἱ δ' ἐκβήσαντές [σε] ἔβησαν (where ἔβησαν is [tense] aor. 2) Od.24.301 ;ἐς γαῖαν ἐξέβησέ [με] E. Hel. 1616
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβαίνω
-
2 ἐλλιπής
II [voice] Pass., wanting, defective,μνήμης Th.7.8
; ἐ. κάλλους, ἀκριβείας, Pl.Lg. 669a, R. 504b, etc.: c. dat.,προθυμίᾳ ἐλλιπεῖς Th.6.69
;δεῖπνον.. μηδενὶ ἐλλιπές Euang.1.3
;ἐν τοῖς πεζικοῖς τῷ καθοπλισμῷ Plb.18.22.5
.2 abs., failing, ἐ. καὶ μὴ δυνατὸς ἐπιμελεῖσθαι negligent, Pl.Lg. 901c; τὸ μὴ ἐπιχειρούμενον ἀεὶ ἐλλιπὲς ἦν τῆς δοκήσεως whatever was not attempted was so much lost of their reckoning, Th.4.55, cf. 5.1; τὸ ἐ. τῆς γνώμης ὧν.. ᾠήθημεν πράξειν the failure of judgement in respect of.., Id.4.63; τὸ ἐ. defect, Arist. Rh. 1371b4; τὸ τῆς νομοθεσίας ἐ. Plb.6.49.6: [comp] Comp. - έστερος ib.11.3. Adv. [suff] ἐλλῐμεν-πῶς inadequately, deficiently,λέγειν Isoc.Fr.3
.β.5;πρός τι ἔχειν Aret.CD1.2
;ἔχειν τινός Cod.Just.1.1.7.11
;γεγραμμένα Gal. Libr.Propr.2
; opp. περιττῶς, Philostr.VS1.11: [comp] Comp. (iii B.C.);ἐ. τῆς ἀληθείας εἰρηκέναι Plb.5.32.2
.III of a number, not equal to the sum of its factors, opp. ὑπερτελής, Theo Sm. p.46H. Adv.- πῶς Iamb.in Nic.p.53P.
IV Gramm., elliptical,φωνή S.E.P.1.188
, cf.Sch.S.OT 324, etc. Adv. - πῶς Sch.A.R.1.252.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐλλιπής
-
3 προοδοποιέω
Aπροωδοποίησα Arist.Pr. 867a39
: [tense] pf.προωδοποίηκα Id.Rh. 1389b31
:—[voice] Pass.προωδοποίημαι Id.PA 650b28
, 651b10, GA 770b3, al.; so that the forms προωδο-πεποίηκα, -πεποίημαι in Pr. 954b12, Pol. 1270a4, are prob. corrupt:— prepare or pave the way,τὸ γῆρας π. τῇ δειλίᾳ Arist.Rh.
l. c.; πάντα π. πρὸς.. make all preparations for.., Id.Pol. 1336a32;πρὸς τὴν ἀλήθειαν Jul.Or.7.217c
: abs., Plu.2.664a:—[voice] Med., make one's way, tend in a certain direction,πρὸς τὸ ἄνω Arist.PA 671b31
, cf. Pr. 867a36, Thphr.Sud.28.II c. acc., prepare beforehand,τὸ σῶμα πρὸς τὸ ἱδροῦν Arist.Pr. 867a39
;τὴν ψυχὴν εἴς τι S.E.M.6.34
; πολλὰ αὐτῷ (sc. Σόλωνι)τῆς νομοθεσίας Plu. Sol.12
, cf. Lyc.4:—[voice] Pass.,αὑτοὺς παρεῖχον τῷ νομοθέτῃ προωδοποιημένους Arist.Pol. 1270a4
;π. τῷ πάθει Id.PA 650b28
; , cf. GA 770b3, Epicur. Nat.Herc.1420.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προοδοποιέω
-
4 προσάντης
A uphill, steep, κέλευθος, χωπίον, Pi.I.2.33, Th.4.43;ἐν ἠρέμα προσάντει Pl.Phdr. 230c
; φορὰ εἰς τὸ π. Arist.Pr. 889b39, cf. Diocl.Fr.142.II metaph., arduous, adverse, ἀλλ' ἕν τί μοι π. E.Med. 381; κεῖνό μοι μόνον π. Id.Or. 790 (troch.);σκοπεῖν.., τί π. εἴρηται τῆς νομοθεσίας Pl.Lg. 746c
; πρόσαντές [ἐστι] c. inf., Isoc.8.14; repugnant, distasteful,λόγος Hdt.7.160
; ; εἰ μή τι Μεγίλλῳ π. Pl.Lg. 702d; of diet, unsuitable, Orib.5.31.2. Adv., μήτε ἀκαίρως παρακαλεῖν μήτε ἐκείνῳ προσάντως in such a way as to encounter his opposition, Nic.Dam.127.8J.2 of persons, adverse, hostile, τισι E.Med. 305; π. πρὸς τἆλλα τἀγαθά setting oneself against.., X.Ap.33. Adv. - τως unwillingly, D.S. 14.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάντης
-
5 ζώπυρον
ζώπῠρ-ον, τό,A spark or hot coal, used to kindle a fire: hence metaph., σμικρὰ ζ. τοῦ τῶν ἀνθρώπων διασεσως μένα γένους (of the survivors of the flood), Pl.Lg. 677b, cf. Luc.Tim.3; so [τὸ βαρὺ καὶ κοῦφον] οἷον ζ. ἄττα κινήσεως Arist.Cael. 308a2
;βραχέα τινὰ ζ. τῆς Αυκούργου νομοθεσίας Plu.2.240a
;ζ. τι πρὸς σωτηρίαν βίου Max.Tyr. 2.4
;ζώπυρα τῆς ἰδίας σωτηρίας Ph.2.519
; ζ. φιλανθρωπίας flashes of humanity, Nic.Dam.Fr.127J.II [voice] Act., pair of bellows, Ephor. 42J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζώπυρον
См. также в других словарях:
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… … Dictionary of Greek
Ιουστινιανός — Όνομα δύο αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. I. A’ (483 – 565). Βυζαντινός αυτοκράτορας (527 565). Ήταν ανιψιός και διάδοχος του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος φρόντισε για τη μόρφωσή του. Ο Ιουστίνος έδωσε στον Ι. το ανώτατο αξίωμα του υπάτου και… … Dictionary of Greek
Μπένθαμ, Τζέρεμι — (Jeremy Bentham, Λονδίνο 1748 – 1832). Άγγλος οικονομολόγος και φιλόσοφος, θεωρητικός του ωφελιμισμού. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, επιδόθηκε στη δικηγορία, για να την εγκαταλείψει όμως γρήγορα, απογοητευμένος από… … Dictionary of Greek
Δημητρακόπουλος, Νικόλαος — (Καρίταινα Γορτυνίας 1864 – Βιέννη 1921). Πολιτικός, νομομαθής και συγγραφέας. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρος στην Αθήνα. Το 1910 εξελέγη βουλευτής Αρκαδίας και συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση του Ελευθέριου… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek